νεότρητος

νεότρητος
νεό-τρητος, ον,
A = νεότρωτος, fresh, τραύματα interpol. in Dsc. 1.106.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεότρητος — νεότρητος, ον (Α) νεότρωτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τρητός (< τετραίνω / τιτραίνω «τρυπώ»), πρβλ. πολύ τρητος] …   Dictionary of Greek

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”